- ἐττημένος
- ἐττημένοςSee also: s. διαττάω.Page in Frisk: 1,584
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
εττημένος — ἐττημένος, η, ον (Α) αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ] … Dictionary of Greek
ἐττημένα — ἐττημένᾱ , ἐττημένος sifted fem nom/voc/acc dual ἐττημένᾱ , ἐττημένος sifted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)